Ο Λάσμε αποφάσισε να μιλήσει για τα φριχτά παιδικά του χρόνια στην Γκαμπόν της Αφρικής και το αποτέλεσμα ήταν να παραχωρήσει μια από τις πιο ανατριχιαστικές συνεντεύξεις που έχουμε διαβάσει ποτέ.
Ο 31χρονος σέντερ του Παναθηναϊκού έκανε πραγματική «κατάθεση ψυχής» μιλώντας για τις θλιβερές συνθήκες διαβίωσης, την απάνθρωπη συμπεριφορά του πατριού του, τα απανωτά «φλερτ» με τον θάνατο λόγω της ελονοσίας και της διεξόδου που του έδωσε το μπάσκετ.
«Ο πατέρας εγκατέλειψε τη μάνα μου όταν ήμουν πολύ μικρός. Νιώθω μεγάλη οργή γι’ αυτόν. Πώς γίνεται να είσαι πατέρας, η σύζυγός σου να είναι έγκυος και να δραπετεύεις από το σπίτι; Δεν είσαι άνθρωπος; Δεν νιώθεις; Εδώ και κάποιο καιρό προσπαθεί να ρίξει γέφυρες επικοινωνίας μαζί μου, αλλά δεν με απασχολεί καθόλου πια», δηλώνει ο 30χρονος άσος.
«Ζούσαμε στο Πορτ Τζεντίλ της Γκαμπόν. Η οικογένειά μου δεν ήταν πλούσια, αλλά και οι δύο γονείς μου εργάζονταν. Η μητέρα μου είχε την οικονομική διαχείριση προμηθειών σε ένα νοσοκομείο, ενώ ο πατριός μου απασχολούταν στη μοναδική πετρελαϊκή εταιρεία της χώρας. Η οικογένειά μου είχε πέντε παιδιά, ο πατριός μου άλλα πέντε κι έτσι χρειάστηκε να μείνουμε δώδεκα άνθρωποι σε ένα σπίτι. Ήταν δύσκολο. Είχαμε πολλά σκαμπανεβάσματα. Θυμάμαι στο λύκειο υπήρχαν τρεις μήνες που δεν τρώγαμε τίποτα πέρα από χόρτα. Στη Γκαμπόν, όταν είσαι κάτω, είσαι πραγματικά κάτω», ανέφερε.
Πώς άρχισε η ενασχόλησή του με το μπάσκετ; «Όπως όλα τα παιδιά του σχολείου μου, άρχισα να παίζω ποδόσφαιρο, αλλά ψήλωσα γρήγορα και το εγκατέλειψα. Μια μέρα μου είπε ένας φίλος μου ότι με είχε δει στο δρόμο ένας προπονητής μπάσκετ και ήθελε να με συναντήσει. Ήμουν 14-15 ετών, μακάρι να είχα αρχίσει νωρίτερα το μπάσκετ. Μέχρι τότε δεν είχα ακουμπήσει μπάλα μπάσκετ παρά μία φορά, στα οκτώ μου χρόνια, όταν έπαιζα για δύο ώρες και δεν είχα καταφέρει να βάλω καλάθι. ‘Άσε, δεν είναι για σένα αυτό’, είπα στον εαυτό μου».
Για να κάνει αυτό που επέλεξε, συνάντησε την αντίδραση του πατριού του και έθεσε ακόμη και τη ζωή του σε κίνδυνο. «Ο πατριός μου σιχαινόταν το μπάσκετ. Πίστευε πως σχολείο και αθλητισμός δεν πάνε μαζί. Όμως συνέχιζα να πηγαίνω στην προπόνηση. Όταν το καταλάβαινε, με άφηνε να κοιμάμαι έξω από το σπίτι. Έχω κοιμηθεί έξω από το σπίτι μου μέχρι τρεις συνεχόμενες φορές. Το πρόβλημα είναι ότι εκεί υπάρχουν κουνούπια και προσβλήθηκα τρεις φορές από ελονοσία εξαιτίας της επιμονής του πατριού μου. Και της δικής μου. Στην Γκαμπόν κάθε χρόνο πεθαίνουν πολλοί άνθρωποι από ελονοσία. Ο θάνατος καιροφυλακτούσε κάθε φορά που κοιμόμουν έξω. Επέζησα επειδή ήμουν τυχερός και η μητέρα μου δούλευε στο νοσοκομείο. Μια μέρα ο πατριός μου είπε πως αν του εξηγήσει κανένας κάποιος τη χρησιμότητα της ενασχόλησής μου με το μπάσκετ, μπορεί και να άλλαζε γνώμη. Την επομένη ο προπονητής μου πήγε στο σπίτι και τον πέταξε έξω με τις κλωτσιές. Εγώ συνέχισα όμως. Αργότερα άλλαξε συμπεριφορά. Έμαθα ότι ένας υπουργός είχε τηλεφωνήσει στον πρόεδρο της εταιρείας που εργαζόταν ο πατέρας μου».
Με τα πολλά, το μπάσκετ έγινε η επιλογή του. Και κυνήγησε το όνειρό του μέχρι τις ΗΠΑ. «Μετά την παρουσία μου με τους εφήβους της Γκαμπόν, με προσέγγισαν κάποιοι και μου μίλησαν για την Αμερική. Το κράτος υποσχέθηκε να μου δίνει 3.000 δολάρια κάθε τρεις μήνες για να σπουδάσω εκεί. Αρχικά μου έδωσαν το εισιτήριο και 300 δολάρια στην τσέπη για να ταξιδέψω. Πλέον είχε σταματήσει και η βοήθεια από την Γκαμπόν. Με τη βοήθεια του προηγούμενου προπονητή μου, πήγα στο σπίτι ενός φίλου στη Γκαμπόν. Προθυμοποιήθηκε να με φιλοξενήσει πληρώνοντας 300 δολάρια το μήνα για να μένω σε ένα δωμάτιο που ήταν μικρότερο από WC. Ήμουν όμως αποφασισμένος. Ένα πρωί πήγα στο Boston College, μπήκα στο γραφείο και είπα σε μια γραμματέα ‘Γεια σας, ήρθα να παίξω μπάσκετ στην ομάδα σας’. Μου είπαν πως έπρεπε να δώσω εξετάσεις. Ήξερα ότι στα αγγλικά δεν θα έπαιρνα μεγάλο βαθμό, αλλά αρίστευσα στα μαθηματικά. Πήγα στην προπόνηση του Boston College και μετά σε ένα καμπ στο Νιου Τζέρσεϊ. Είχα 250 δολάρια, έδωσα τα 225 για τη συμμετοχή μου. Εκεί τα πήγα πραγματικά καλά και κάπως έτσι μπήκε το νερό στο αυλάκι».
Φυσικά δεν άφησε στην άκρη τις σπουδές του και αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης με πτυχίο βιολόγου. «Ήθελα ν είμαι έξυπνος και μορφωμένος. Δεν ήθελα να γίνω ένας αθλητής που μετά το τέλος της καριέρας του θα γυρνούσε δεξιά κι αριστερά χωρίς να κάνει τίποτα. Επίσης δεν ήθελα να βγαίνω στα ΜΜΕ και να μην ξέρω τι να πω. Ήθελα να ξέρω πώς θα μιλήσω», εξήγησε ο ίδιος.
Μέχρι που η ζωή τον έφερε στον Παναθηναϊκό. «Όταν ήρθα στην ομάδα λίγοι ήταν αυτοί που με ήξεραν καλά. Και κυρίως ο κόουτς. Πιστεύω πως ούτε καν ο Μήτσος (σ.σ. Διαμαντίδης) με γνώριζε. Τελικά ήταν ευλογία που βρέθηκε μπροστά μου. Το κίνητρό μου ήταν τεράστιο. Έμπαινα στο γήπεδο και το μόνο που είχα στο μυαλό μου ήταν να δαγκώνω και να κυριαρχώ».
Ο 31χρονος σέντερ του Παναθηναϊκού έκανε πραγματική «κατάθεση ψυχής» μιλώντας για τις θλιβερές συνθήκες διαβίωσης, την απάνθρωπη συμπεριφορά του πατριού του, τα απανωτά «φλερτ» με τον θάνατο λόγω της ελονοσίας και της διεξόδου που του έδωσε το μπάσκετ.
«Ο πατέρας εγκατέλειψε τη μάνα μου όταν ήμουν πολύ μικρός. Νιώθω μεγάλη οργή γι’ αυτόν. Πώς γίνεται να είσαι πατέρας, η σύζυγός σου να είναι έγκυος και να δραπετεύεις από το σπίτι; Δεν είσαι άνθρωπος; Δεν νιώθεις; Εδώ και κάποιο καιρό προσπαθεί να ρίξει γέφυρες επικοινωνίας μαζί μου, αλλά δεν με απασχολεί καθόλου πια», δηλώνει ο 30χρονος άσος.
«Ζούσαμε στο Πορτ Τζεντίλ της Γκαμπόν. Η οικογένειά μου δεν ήταν πλούσια, αλλά και οι δύο γονείς μου εργάζονταν. Η μητέρα μου είχε την οικονομική διαχείριση προμηθειών σε ένα νοσοκομείο, ενώ ο πατριός μου απασχολούταν στη μοναδική πετρελαϊκή εταιρεία της χώρας. Η οικογένειά μου είχε πέντε παιδιά, ο πατριός μου άλλα πέντε κι έτσι χρειάστηκε να μείνουμε δώδεκα άνθρωποι σε ένα σπίτι. Ήταν δύσκολο. Είχαμε πολλά σκαμπανεβάσματα. Θυμάμαι στο λύκειο υπήρχαν τρεις μήνες που δεν τρώγαμε τίποτα πέρα από χόρτα. Στη Γκαμπόν, όταν είσαι κάτω, είσαι πραγματικά κάτω», ανέφερε.
Πώς άρχισε η ενασχόλησή του με το μπάσκετ; «Όπως όλα τα παιδιά του σχολείου μου, άρχισα να παίζω ποδόσφαιρο, αλλά ψήλωσα γρήγορα και το εγκατέλειψα. Μια μέρα μου είπε ένας φίλος μου ότι με είχε δει στο δρόμο ένας προπονητής μπάσκετ και ήθελε να με συναντήσει. Ήμουν 14-15 ετών, μακάρι να είχα αρχίσει νωρίτερα το μπάσκετ. Μέχρι τότε δεν είχα ακουμπήσει μπάλα μπάσκετ παρά μία φορά, στα οκτώ μου χρόνια, όταν έπαιζα για δύο ώρες και δεν είχα καταφέρει να βάλω καλάθι. ‘Άσε, δεν είναι για σένα αυτό’, είπα στον εαυτό μου».
Για να κάνει αυτό που επέλεξε, συνάντησε την αντίδραση του πατριού του και έθεσε ακόμη και τη ζωή του σε κίνδυνο. «Ο πατριός μου σιχαινόταν το μπάσκετ. Πίστευε πως σχολείο και αθλητισμός δεν πάνε μαζί. Όμως συνέχιζα να πηγαίνω στην προπόνηση. Όταν το καταλάβαινε, με άφηνε να κοιμάμαι έξω από το σπίτι. Έχω κοιμηθεί έξω από το σπίτι μου μέχρι τρεις συνεχόμενες φορές. Το πρόβλημα είναι ότι εκεί υπάρχουν κουνούπια και προσβλήθηκα τρεις φορές από ελονοσία εξαιτίας της επιμονής του πατριού μου. Και της δικής μου. Στην Γκαμπόν κάθε χρόνο πεθαίνουν πολλοί άνθρωποι από ελονοσία. Ο θάνατος καιροφυλακτούσε κάθε φορά που κοιμόμουν έξω. Επέζησα επειδή ήμουν τυχερός και η μητέρα μου δούλευε στο νοσοκομείο. Μια μέρα ο πατριός μου είπε πως αν του εξηγήσει κανένας κάποιος τη χρησιμότητα της ενασχόλησής μου με το μπάσκετ, μπορεί και να άλλαζε γνώμη. Την επομένη ο προπονητής μου πήγε στο σπίτι και τον πέταξε έξω με τις κλωτσιές. Εγώ συνέχισα όμως. Αργότερα άλλαξε συμπεριφορά. Έμαθα ότι ένας υπουργός είχε τηλεφωνήσει στον πρόεδρο της εταιρείας που εργαζόταν ο πατέρας μου».
Με τα πολλά, το μπάσκετ έγινε η επιλογή του. Και κυνήγησε το όνειρό του μέχρι τις ΗΠΑ. «Μετά την παρουσία μου με τους εφήβους της Γκαμπόν, με προσέγγισαν κάποιοι και μου μίλησαν για την Αμερική. Το κράτος υποσχέθηκε να μου δίνει 3.000 δολάρια κάθε τρεις μήνες για να σπουδάσω εκεί. Αρχικά μου έδωσαν το εισιτήριο και 300 δολάρια στην τσέπη για να ταξιδέψω. Πλέον είχε σταματήσει και η βοήθεια από την Γκαμπόν. Με τη βοήθεια του προηγούμενου προπονητή μου, πήγα στο σπίτι ενός φίλου στη Γκαμπόν. Προθυμοποιήθηκε να με φιλοξενήσει πληρώνοντας 300 δολάρια το μήνα για να μένω σε ένα δωμάτιο που ήταν μικρότερο από WC. Ήμουν όμως αποφασισμένος. Ένα πρωί πήγα στο Boston College, μπήκα στο γραφείο και είπα σε μια γραμματέα ‘Γεια σας, ήρθα να παίξω μπάσκετ στην ομάδα σας’. Μου είπαν πως έπρεπε να δώσω εξετάσεις. Ήξερα ότι στα αγγλικά δεν θα έπαιρνα μεγάλο βαθμό, αλλά αρίστευσα στα μαθηματικά. Πήγα στην προπόνηση του Boston College και μετά σε ένα καμπ στο Νιου Τζέρσεϊ. Είχα 250 δολάρια, έδωσα τα 225 για τη συμμετοχή μου. Εκεί τα πήγα πραγματικά καλά και κάπως έτσι μπήκε το νερό στο αυλάκι».
Φυσικά δεν άφησε στην άκρη τις σπουδές του και αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης με πτυχίο βιολόγου. «Ήθελα ν είμαι έξυπνος και μορφωμένος. Δεν ήθελα να γίνω ένας αθλητής που μετά το τέλος της καριέρας του θα γυρνούσε δεξιά κι αριστερά χωρίς να κάνει τίποτα. Επίσης δεν ήθελα να βγαίνω στα ΜΜΕ και να μην ξέρω τι να πω. Ήθελα να ξέρω πώς θα μιλήσω», εξήγησε ο ίδιος.
Μέχρι που η ζωή τον έφερε στον Παναθηναϊκό. «Όταν ήρθα στην ομάδα λίγοι ήταν αυτοί που με ήξεραν καλά. Και κυρίως ο κόουτς. Πιστεύω πως ούτε καν ο Μήτσος (σ.σ. Διαμαντίδης) με γνώριζε. Τελικά ήταν ευλογία που βρέθηκε μπροστά μου. Το κίνητρό μου ήταν τεράστιο. Έμπαινα στο γήπεδο και το μόνο που είχα στο μυαλό μου ήταν να δαγκώνω και να κυριαρχώ».