Για το «κουβάρι» που άρχισε να ξετυλίγεται εδώ και μερικά εικοσιτετράωρα στο ελληνικό ποδόσφαιρο μίλησε ο Αλέξης Κούγιας.
Αναλυτικά η συνέντευξη του Αλέξη Κούγια στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»:
«Θα πάνε όλοι φυλακή και θα υποβιβαστούν ομάδες. Πιστεύω πως δεν θα γλιτώσει κανείς. Αλλά θα είναι κρίμα να χάσει το ελληνικό ποδόσφαιρο τον Μαρινάκη. Έμαθα ότι το όνομά του είναι μέσα σ’ αυτούς που εμπλέκονται. Θα είναι, όμως, μία από τις μεγαλύτερες ατυχίες αν υπό το βάρος των περιστάσεων φύγει από το ποδόσφαιρο. Ξέρω ότι ο πρόεδρος του Ολυμπιακού με μισεί. Τον έκαναν να με μισεί ο Μπέος και ο Κανελλόπουλος. Να θέλει να με καταστρέψει. Να υποβιβάσει την ομάδα μου. Δεν του είπαν, όμως, για ποιο λόγο το ήθελαν αυτό. Επειδή στη δικογραφία υπήρχε η κατάθεσή μου που τους έκαιγε. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο δύο μέρες πριν σκάσει η ιστορία ο Κούγιας ήταν ο πλαστογράφος και ο μυθομανής. Χωρίς εμένα η κυρία Παπανδρέου δεν θα μπορούσε να έχει έναν μπούσουλα. Δεν γνώριζε πρόσωπα και πράγματα. Της είπα ονοματεπώνυμα, συμπεριφορές, και πως αν ανοίξουν οι λογαριασμοί, ή αρθεί το τηλεφωνικό απόρρητο, θα βρουν τα πάντα».
-Δεν μοιάζει, όμως, λίγο αφελές αυτό, άνθρωποι σαν τον Μαρινάκη να πέφτουν θύματα του οποιουδήποτε;
«Έχω μια φιλοσοφία. Αν πάψουν άνθρωποι με ανώτερο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, όπως Μαρινάκης, Κόκκαλης, Βαρδινογιάννης να ασχολούνται, το ποδόσφαιρο δεν πρόκειται να εξελιχθεί. Εδώ και δύο χρόνια παρακολουθούμε το φαινόμενο, ο επιτυχημένος πρόεδρος του Ολυμπιακού, ή του Παναθηναϊκού, να είναι αυτός που έχει τον Μπέο μαζί του. Άνθρωποι που ο στενός τους κοινωνικός περίγυρος περιορίζεται στα δάχτυλα του ενός χεριού, βάζουν ξαφνικά τον Μπέο και τον Τσακογιάννη μέσα σ’ αυτόν.
Γιατί γνωρίζουν αυτό που κάποτε είπε ο Κόκκαλης… «έβαλα στη διοίκηση του Ολυμπιακού τον Θωμά Μητρόπουλο για να προστατεύσω την ομάδα», καταλαβαίνουν ότι για να μην τους πετάξουν κάποια στιγμή κορνέδες, χρειάζονται έναν Μπέο, ή έναν Θωμά. Αυτό είναι, βέβαια, μια απλή δικαιολογία. Πάντως, τώρα έχουμε μπροστά μας τη χρυσή ευκαιρία να πάψει να υπάρχει ως άλλοθι κάτι τέτοιο.
Όταν ένας άνθρωπος για να κάνει εκατομμύρια άλλους ανθρώπους χαρούμενους, χαλάει εκατομμύρια, δεν πρέπει να τον αφήνει το σύστημα έρμαιο του κάθε Μπέου, του κάθε Τσακογιάννη και του κάθε Θωμά. Ο γ.γ. Αθλητισμού και η ΕΠΟ να προστατεύσουν τέτοιους ανθρώπου, που είναι θύματα της επαγγελματικής, επιχειρηματικής και κοινωνικής τους επιτυχίας, άρα δεν μπορούν να ανεχθούν ότι ενώ πέτυχαν αλλού, αποτυγχάνουν στο ποδόσφαιρο. Εκεί ακριβώς έρχεται και η εγκληματική οργάνωση και ο δικηγόρος της. Αυτή τη στιγμή που αλλάζουν όλα, να κάνουμε τα πάντα να μην φύγει ο τελευταίος απ’ αυτούς».
-Σήμερα πώς νιώθετε μπροστά στις εξελίξεις;
«Δεν θα το πιστέψετε, αλλά έχω ένα κενό μέσα μου. Η ιστορία ξεκινάει από το 1996 που ήμουνα πρόεδρος του Άρη Πετρούπολης, με στήνανε κάθε Κυριακή κι έβγαινε έξι χρόνια 2ος, παίρνοντας το πρωτάθλημα αντί για μένα το Αιγάλεω, η Αγία Ελεούσα, η Χαλκηδόνα, ο Ακράτητος και ο Φωστήρας, που ήταν οι τότε ομάδες της «παράγκας», όπως φάνηκε αργότερα και όταν άκουσα τις πρώτες κασέτες.
Το 2004, στον ΠΑΣ Γιάννενα, έπεσα θύμα της δεύτερης «παράγκας» στη ΕΠΟ, με ενοχή, ή συνενοχή, του Γκαγκάτση. Η ομάδα μου στηνόταν κάθε Κυριακή από τη Βέροια, τον Αγροτικό Αστέρα και έκανα τρία χρόνια να την ανεβάσω στη Β’ Εθνική. Μετά έχανα για ένα πόντο την άνοδο από Θρασύβουλο, Λεβαδειακό, Αστέρα Τρίπολης και Πανθρακικό, ομάδες της δεύτερης «παράγκας». Όλες το ίδιο. Ομάδες χωρίς εισιτήρια, χωρίς τίποτα.
Το 2009 αγόρασα την Παναχαϊκή. Βρήκα μπροστά μου την Ηλιούπολη, τη Ρόδο και την Καλλιθέα. Δείτε τα παιχνίδια της λίστας που έστειλε η UEFA. Κάθε φορά που μας έστηναν, με έπαιρνε ο Μπέος τηλέφωνο… «ρε Αλέξη, τα μ… πάλι σε στήσανε»! Ήταν μαζί με τον Τσακογιάννη κι έκαναν πλάκα με τον πόνο μου. Κι όταν τολμούσα να κάνω αναφορές, αντι να καλούν σε απολογία τις ομάδες που με στήνανε, καλούσαν εμένα, επειδή δυσφήμισα το άθλημα!
Πλήρωσα σε πρόστιμα πάνω από 500 χιλιάδες ευρώ, επειδή έλεγα αυτά που βγήκαν τώρα: Ότι στήνουν αγώνες ο Μπέος με τον Τσακογιάννη. Σήμερα, μετά από ψυχική ταλαιπωρία 15 ετών χαίρομαι ότι τουλάχιστον κάποιοι κατάλαβαν ότι δεν έπρεπε να υποτιμήσουν την επαγγελματική και κοινωνική μου πορεία που ξεκίνησε από την Πετρούπολη. Πιστεύω πως δεν θα ξανακούσω ανακοίνωση που να με λέει γραφικό, νούμερο, Δον Κιχώτη που όλο καταγγέλλει. Πιστεύω ότι τώρα πια, χάρη σε δύο γυναίκες που φοράνε παντελόνια, την Ελένη Ράικου και την Πόπη Παπανδρέου, θα λένε ότι έλεγα σοβαρά πράγματα.
Με στεναχωρεί, όμως, που ακόμη και σήμερα είμαι μόνος μου. Ούτε ένας δεν βγήκε να κάνει δήλωση κόντρα στη βρομερή συμμορία. Ούτε πρόεδρος, ούτε προπονητής, ούτε παίκτης. Αυτό με κάνει να σκέφτομαι να φύγω από το ποδόσφαιρο και μια ιστορική ομάδα 120 χρόνων που στα παιχνίδια της έρχονται και 12 χιλιάδες οπαδοί και που πήρε το πρωτάθλημα, ενώ την έχουν στήσει σε 10 ματς διαιτητές σαν τον γιο του Αγγελάκη, τον Κοετζίδη, τον Νεοφυτίδη από την Κόρινθο, τον υπάλληλο του Κασναφέρη στην Αθήνα Κατσιμίγκο, έναν Σφακιανάκη, τον Φώτη από την Εύβοια, τον Τζουβάνο, τον Χρήστου από τη Βοιωτία και άλλους. Τους κατήγγειλα με ονοματεπώνυμα. Η διαιτησία του Καλόπουλου στο Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός ωχριά. Δεν έχω γελάσει σχεδόν ποτέ».
Αναλυτικά η συνέντευξη του Αλέξη Κούγια στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία»:
«Θα πάνε όλοι φυλακή και θα υποβιβαστούν ομάδες. Πιστεύω πως δεν θα γλιτώσει κανείς. Αλλά θα είναι κρίμα να χάσει το ελληνικό ποδόσφαιρο τον Μαρινάκη. Έμαθα ότι το όνομά του είναι μέσα σ’ αυτούς που εμπλέκονται. Θα είναι, όμως, μία από τις μεγαλύτερες ατυχίες αν υπό το βάρος των περιστάσεων φύγει από το ποδόσφαιρο. Ξέρω ότι ο πρόεδρος του Ολυμπιακού με μισεί. Τον έκαναν να με μισεί ο Μπέος και ο Κανελλόπουλος. Να θέλει να με καταστρέψει. Να υποβιβάσει την ομάδα μου. Δεν του είπαν, όμως, για ποιο λόγο το ήθελαν αυτό. Επειδή στη δικογραφία υπήρχε η κατάθεσή μου που τους έκαιγε. Αυτός ήταν και ο λόγος για τον οποίο δύο μέρες πριν σκάσει η ιστορία ο Κούγιας ήταν ο πλαστογράφος και ο μυθομανής. Χωρίς εμένα η κυρία Παπανδρέου δεν θα μπορούσε να έχει έναν μπούσουλα. Δεν γνώριζε πρόσωπα και πράγματα. Της είπα ονοματεπώνυμα, συμπεριφορές, και πως αν ανοίξουν οι λογαριασμοί, ή αρθεί το τηλεφωνικό απόρρητο, θα βρουν τα πάντα».
-Δεν μοιάζει, όμως, λίγο αφελές αυτό, άνθρωποι σαν τον Μαρινάκη να πέφτουν θύματα του οποιουδήποτε;
«Έχω μια φιλοσοφία. Αν πάψουν άνθρωποι με ανώτερο κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, όπως Μαρινάκης, Κόκκαλης, Βαρδινογιάννης να ασχολούνται, το ποδόσφαιρο δεν πρόκειται να εξελιχθεί. Εδώ και δύο χρόνια παρακολουθούμε το φαινόμενο, ο επιτυχημένος πρόεδρος του Ολυμπιακού, ή του Παναθηναϊκού, να είναι αυτός που έχει τον Μπέο μαζί του. Άνθρωποι που ο στενός τους κοινωνικός περίγυρος περιορίζεται στα δάχτυλα του ενός χεριού, βάζουν ξαφνικά τον Μπέο και τον Τσακογιάννη μέσα σ’ αυτόν.
Γιατί γνωρίζουν αυτό που κάποτε είπε ο Κόκκαλης… «έβαλα στη διοίκηση του Ολυμπιακού τον Θωμά Μητρόπουλο για να προστατεύσω την ομάδα», καταλαβαίνουν ότι για να μην τους πετάξουν κάποια στιγμή κορνέδες, χρειάζονται έναν Μπέο, ή έναν Θωμά. Αυτό είναι, βέβαια, μια απλή δικαιολογία. Πάντως, τώρα έχουμε μπροστά μας τη χρυσή ευκαιρία να πάψει να υπάρχει ως άλλοθι κάτι τέτοιο.
Όταν ένας άνθρωπος για να κάνει εκατομμύρια άλλους ανθρώπους χαρούμενους, χαλάει εκατομμύρια, δεν πρέπει να τον αφήνει το σύστημα έρμαιο του κάθε Μπέου, του κάθε Τσακογιάννη και του κάθε Θωμά. Ο γ.γ. Αθλητισμού και η ΕΠΟ να προστατεύσουν τέτοιους ανθρώπου, που είναι θύματα της επαγγελματικής, επιχειρηματικής και κοινωνικής τους επιτυχίας, άρα δεν μπορούν να ανεχθούν ότι ενώ πέτυχαν αλλού, αποτυγχάνουν στο ποδόσφαιρο. Εκεί ακριβώς έρχεται και η εγκληματική οργάνωση και ο δικηγόρος της. Αυτή τη στιγμή που αλλάζουν όλα, να κάνουμε τα πάντα να μην φύγει ο τελευταίος απ’ αυτούς».
-Σήμερα πώς νιώθετε μπροστά στις εξελίξεις;
«Δεν θα το πιστέψετε, αλλά έχω ένα κενό μέσα μου. Η ιστορία ξεκινάει από το 1996 που ήμουνα πρόεδρος του Άρη Πετρούπολης, με στήνανε κάθε Κυριακή κι έβγαινε έξι χρόνια 2ος, παίρνοντας το πρωτάθλημα αντί για μένα το Αιγάλεω, η Αγία Ελεούσα, η Χαλκηδόνα, ο Ακράτητος και ο Φωστήρας, που ήταν οι τότε ομάδες της «παράγκας», όπως φάνηκε αργότερα και όταν άκουσα τις πρώτες κασέτες.
Το 2004, στον ΠΑΣ Γιάννενα, έπεσα θύμα της δεύτερης «παράγκας» στη ΕΠΟ, με ενοχή, ή συνενοχή, του Γκαγκάτση. Η ομάδα μου στηνόταν κάθε Κυριακή από τη Βέροια, τον Αγροτικό Αστέρα και έκανα τρία χρόνια να την ανεβάσω στη Β’ Εθνική. Μετά έχανα για ένα πόντο την άνοδο από Θρασύβουλο, Λεβαδειακό, Αστέρα Τρίπολης και Πανθρακικό, ομάδες της δεύτερης «παράγκας». Όλες το ίδιο. Ομάδες χωρίς εισιτήρια, χωρίς τίποτα.
Το 2009 αγόρασα την Παναχαϊκή. Βρήκα μπροστά μου την Ηλιούπολη, τη Ρόδο και την Καλλιθέα. Δείτε τα παιχνίδια της λίστας που έστειλε η UEFA. Κάθε φορά που μας έστηναν, με έπαιρνε ο Μπέος τηλέφωνο… «ρε Αλέξη, τα μ… πάλι σε στήσανε»! Ήταν μαζί με τον Τσακογιάννη κι έκαναν πλάκα με τον πόνο μου. Κι όταν τολμούσα να κάνω αναφορές, αντι να καλούν σε απολογία τις ομάδες που με στήνανε, καλούσαν εμένα, επειδή δυσφήμισα το άθλημα!
Πλήρωσα σε πρόστιμα πάνω από 500 χιλιάδες ευρώ, επειδή έλεγα αυτά που βγήκαν τώρα: Ότι στήνουν αγώνες ο Μπέος με τον Τσακογιάννη. Σήμερα, μετά από ψυχική ταλαιπωρία 15 ετών χαίρομαι ότι τουλάχιστον κάποιοι κατάλαβαν ότι δεν έπρεπε να υποτιμήσουν την επαγγελματική και κοινωνική μου πορεία που ξεκίνησε από την Πετρούπολη. Πιστεύω πως δεν θα ξανακούσω ανακοίνωση που να με λέει γραφικό, νούμερο, Δον Κιχώτη που όλο καταγγέλλει. Πιστεύω ότι τώρα πια, χάρη σε δύο γυναίκες που φοράνε παντελόνια, την Ελένη Ράικου και την Πόπη Παπανδρέου, θα λένε ότι έλεγα σοβαρά πράγματα.
Με στεναχωρεί, όμως, που ακόμη και σήμερα είμαι μόνος μου. Ούτε ένας δεν βγήκε να κάνει δήλωση κόντρα στη βρομερή συμμορία. Ούτε πρόεδρος, ούτε προπονητής, ούτε παίκτης. Αυτό με κάνει να σκέφτομαι να φύγω από το ποδόσφαιρο και μια ιστορική ομάδα 120 χρόνων που στα παιχνίδια της έρχονται και 12 χιλιάδες οπαδοί και που πήρε το πρωτάθλημα, ενώ την έχουν στήσει σε 10 ματς διαιτητές σαν τον γιο του Αγγελάκη, τον Κοετζίδη, τον Νεοφυτίδη από την Κόρινθο, τον υπάλληλο του Κασναφέρη στην Αθήνα Κατσιμίγκο, έναν Σφακιανάκη, τον Φώτη από την Εύβοια, τον Τζουβάνο, τον Χρήστου από τη Βοιωτία και άλλους. Τους κατήγγειλα με ονοματεπώνυμα. Η διαιτησία του Καλόπουλου στο Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός ωχριά. Δεν έχω γελάσει σχεδόν ποτέ».