Το άρθρο μας το έστειλε μέσω Ανέβασε το άρθρο σου ΤΩΡΑ ο φίλος
antigavrus holargius
Είχαμε περάσει πολλά. Είχαν περάσει απ’ τον τόπο μας πολλοί στόλοι. Παλιά ο στόλος του Ξέρξη, οι Πέρσες ντε, μετά Ενετοί Δον Ζουάν, Τούρκοι πασάδες, ύστερα Ιταλοί, Γερμαναράδες και τελευταία ο ... Στόλος, όλοι κάτι άφησαν, νάναι καλά. Οι γυναίκες κι’ κόρες μας έβγαζαν μεροκάματο και ακόμα και οι στείροι γίνονταν με παιδιά, δόξα τω θεώ, δεν είχαμε παράπονο.
Υπήρχε βέβαια αυτή η ψαρίλα στην ατμόσφαιρα, η μυρωδιά απ’ τους σάπιους γάβρους και αθερίνες, που άμα λάχει τους πασάραμε σ’ όποιον φουκαρά ερχόντανε στα παραλιακά μαγαζάκια μας. Αλλά έτσι είμαστε εμείς οι λιμανιώτες και σ’ όποιον αρέσουμε.
Επιτέλους όμως είχαμε και κάτι δικό μας να καμαρώνουμε, εκτός από την καθάρια θάλασσά μας που τη στόλιζε η Ψυτάλλεια.
Ηταν το καμάρι του λιμανιού και όχι μόνο. Μπορεί να ήταν βρωμιάρα, λαδιάρα κι’ άλλα πολλά, αλλά και ο πατέρας της ο ......... –τέλος πάντων- για ευνόητους λόγους είχε φροντίσει να απλωθεί παντού η φήμη ότι είναι πέρα για πέρα παρθένα, άσπιλη και αμόλυντη. Κάθε χρόνο, πολλές φορές από νωρίς, η αρμόδια Επιτροπή την ανακήρυσσε πρώτη παρθένα της χώρας.
Η αλήθεια είναι ότι πολλοί σ’ άλλα μέρη πίστευαν το αντίθετο. Πολλά ακούγονταν για ψευτιές, απάτες και παρθενοραφές, αλλά το γέρο της δεν τον έννοιαζε αφού μπορούσε να εξασφαλίζει γι’ αυτή το πιστοποιητικό της αρχιπαρθένας σχεδόν κάθε χρόνο.
Ούτε τον έννοιαζε που οι ξένοι, που η κορούλα του πολλές φορές τους έδωσε ανείπωτη χαρά είτε στο χώρο τους είτε στο χώρο της, την είχαν ανακηρύξει .... μεγαλύτερη παρθένα της Ευρώπης.
Όλος ο κόσμος στο τηγάνι, συγγνώμη, στο λιμάνι μοιραζότανε τη χαρά του. Ήταν κάτι που το περίμεναν κάθε χρόνο. Ακόμη κι’ όταν όλα πήγαιναν τελείως άσχημα είχαν κάτι καλό να περιμένουν.
Εκείνη τη μέρα του Φλεβάρη, εμφανίστηκε και πάλι στα μέρη τους εκείνος, ο «κακός», που το πλατύ πράσινο παντελόνι του μόλις και μετά βίας τον χωρούσε κι ας μην ήτανε χοντρός . Μόλις τον είδε η Γαβρέλλα τρομαγμένη αλλά και «υγρή» από ...συγκίνηση και προσμονή για το αναπόφευκτο ψιθύρισε «Σ’ είσαι πάλι:».
Μέσα σε δυό ώρες είχε γίνει το κακό. Εκεί, σ’ ένα άπλωμα που παλιότερα περπατούσε ο Καραισκάκης, μπροστά στα μάτια των αδερφών, ξάδερφων, συγγενών, φίλων, γειτόνων και όποιου άλλου έτυχε να περνάει από κεί, ο «κακός» δικαίωσε τη φήμη του με το παραπάνω. Φύση, παραφύση, μεταφύση και λίγα λέμε. Και δώ που τα λέμε ο παλιάνθρωπος ποτέ δεν περνούσε απ’ το φαρμακείο να αγοράσει λίγη ανακούφιση για το δόλιο κορίτσι και κείνο το στόμα του … θεόστεγνο, «ούτε καν λίγο σάλιο» που έλεγε κι’ ο Λοβέρδος.
Ο χωροφύλακας του λιμανιού, ένας μπιστικός του πατέρας της, που ήταν μπροστά και έβλεπε τα γεγονότα μονολόγησε «Δεν είναι δυνατόν να ισχύει κάτι τέτοιο...». Αργότερα, σκέφτηκε ότι ήταν καλύτερα να μη γραφτεί τίποτα στο «Βιβλίο Συμβάντων», ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει για τ’ αφεντικό.
Τα αδέρφια, τα ξαδέρφια, οι γείτονες και οι φίλοι τα είδαν όλα, μα δεν πίστευαν στα μάτια τους. Εκαναν να κυνηγήσουν τον «κακό» για το κακό που τους έκανε μέσα στο σπίτι τους αλλά που να τρέχουν τώρα και άντε τώρα ποιός τον πιάνει νυχτιάτικα.
Μες΄ την ταραχή εμφανίστηκε και ο πατέρας της. Οπως και παλιότερα ο παππούς της μέσα απ’ την παράγκα του, είχε αντιμετωπίσει πολλές τέτοιες δυσκολίες με επιτυχία.
Ηξερε ότι σε τρείς-τεσσερεις μήνες ήταν η ετήσια απονομή για την πρώτη παρθένα της χώρας.
«Πατέρα» ψέλισε αδύναμα η Γαβρέλλα μορφάζοντας από τους πόνους και προσπαθώντας να βολευτεί όπως όπως στο μαλακό μαξιλάρι που της είχαν βάλει να κάτσει «μετά από τέτοιο κάζο πως θα βγώ τώρα πρώτη ?».
«Σώπα κόρη μου» την καθησύχασε εκείνος «πρώτη φορά είναι? Ε, δεν έγινε και τίποτα. Ασε θα κανονίσει ο πατέρας σου, κοκόνα μου. Θα σε βγάλω λάδι. Ένα σωρό γραμματιζούμενους έχω στη δούλεψή μου, αβοκάτους (δικηγόρους), νοτάριους (συμβολαιογράφους), δημοσιογράφους κι άλλους πολλούς, συρφετό ολόκληρο, ψωμί τρώνε από μένανε και πάντα τα καταφέρνουνε να γίνεται η δουλειά μας. Εσύ νάσαι καλά κι’ όλες οι άλλες να πάνε να κουρεύονται. Ο τίτλος της Αρχιπαρθένας είναι δικός σου και θα το γιορτάσουμε όπως σου αξίζει στο χοροστάσι.»
Υστερα ο πατέρας γύρισε στους συγγενείς και φίλους και είπε «Ε, μωρέ είναι κανένας που είδε τίποτα? Είναι κανένας που δεν πιστεύει στην αγνότητα της κοκόνας μας?». Ενα μεγάλο Οχι ακούστηκε από το τσούρμο των συγγενών και φίλων, που μυρίστηκε τζάμπα φαί, ποτί και χορό, γιατί τον ήξεραν τον πατερούλη τους. «Ε, τότε πάμε μωρέ να γιορτάσουμε από τώρα τον τίτλο της Αρχιπαρθένας. Ολοι στο χοροστάσι, εγώ πληρώνω».
Και έτσι ξεκίνησαν όλοι μαζί για το χοροστάσι. Μπροστά ο καπετάνιος και η γοργόνα και ξωπίσω το ξεσαλωμένο τσούρμο.
Οι θειές, παλιές παρθένες από τις πρώτες στην Τρούμπα, την είχαν ετοιμάσει για τη γιορτή, την είχαν ντύσει με φανταχτερά κόκκινα ρούχα και της έβαλαν εκείνο το κόκκινο ρούζ και κραγιόν, που πάντα άρεσε στους πελάτες.
Στο δρόμο η Γαβρέλλα μεσ’ την «παρθενική» της αφέλεια σκέφτονταν «Εγώ ξέρω το κακό πούπαθα, αλλά είναι δυνατόν όλοι αυτοί γύρω μου, οι δικοί μου άνθρωποι που γελάνε, πανηγυρίζουν και έχουν όρεξη για χορό μέχρι το πρωί να κάνουν λάθος? Δεν μπορεί, κάτι περισσότερο θα ξέρουν τόσοι άνθρωποι και μαζί κι’ ο γονιός μου από μένα, που δεν είμαι τίποτε άλλο παρά ένα απλό κορίτσι».
Κι’ ενώ οι σκέψεις αυτές την ηρεμούσαν και σιγά σιγά είχε αρχίσει να το πιστεύει κι’ η ίδια ότι δεν έγινε και τίποτα, ότι ο τίτλος της αρχιπαρθένας ήταν για μιά ακόμη φορά δικός της, ότι ναί ήταν ώρα για γλέντι και χαρά γύρισε στο ταπεινό γιουσουφάκι που τη συνόδευε και του είπε «Ολα καλά μωρ’ Αλή αλλά πρίν το γλέντι βάλε μου λίγο αλοιφή ακόμη γιατί όσο ναναι τσούζει ..... τσούζει πολύ....».
Μετά από λίγο έφτασαν στο χοροστάσι και το γλέντι ήταν τρικούβερτο. Ποιος να κάτσει να σκεφτεί τι και πώς και γιατί. Όλα, «κακοί», συμβολαιογράφοι, δικηγόροι, κακοθελητές, φήμες και διαδόσεις χάθηκαν μέσα στον πυρετό του χορού. Όλα ξεχάστηκαν και έμεινε μόνο η χαρά και το πανηγύρι.
Η κοκόνα χόρευε τρελλά κουνώντας τον τεράστιο κόκκινο κόλο της κι’ όλοι οι δικοί της την καμάρωναν. «Άντε παιδιά, τελείωσε για φέτος, του χρόνου πάλι εδώ να το γιορτάσουμε.»
antigavrus holargius
Είχαμε περάσει πολλά. Είχαν περάσει απ’ τον τόπο μας πολλοί στόλοι. Παλιά ο στόλος του Ξέρξη, οι Πέρσες ντε, μετά Ενετοί Δον Ζουάν, Τούρκοι πασάδες, ύστερα Ιταλοί, Γερμαναράδες και τελευταία ο ... Στόλος, όλοι κάτι άφησαν, νάναι καλά. Οι γυναίκες κι’ κόρες μας έβγαζαν μεροκάματο και ακόμα και οι στείροι γίνονταν με παιδιά, δόξα τω θεώ, δεν είχαμε παράπονο.
Υπήρχε βέβαια αυτή η ψαρίλα στην ατμόσφαιρα, η μυρωδιά απ’ τους σάπιους γάβρους και αθερίνες, που άμα λάχει τους πασάραμε σ’ όποιον φουκαρά ερχόντανε στα παραλιακά μαγαζάκια μας. Αλλά έτσι είμαστε εμείς οι λιμανιώτες και σ’ όποιον αρέσουμε.
Επιτέλους όμως είχαμε και κάτι δικό μας να καμαρώνουμε, εκτός από την καθάρια θάλασσά μας που τη στόλιζε η Ψυτάλλεια.
Ηταν το καμάρι του λιμανιού και όχι μόνο. Μπορεί να ήταν βρωμιάρα, λαδιάρα κι’ άλλα πολλά, αλλά και ο πατέρας της ο ......... –τέλος πάντων- για ευνόητους λόγους είχε φροντίσει να απλωθεί παντού η φήμη ότι είναι πέρα για πέρα παρθένα, άσπιλη και αμόλυντη. Κάθε χρόνο, πολλές φορές από νωρίς, η αρμόδια Επιτροπή την ανακήρυσσε πρώτη παρθένα της χώρας.
Η αλήθεια είναι ότι πολλοί σ’ άλλα μέρη πίστευαν το αντίθετο. Πολλά ακούγονταν για ψευτιές, απάτες και παρθενοραφές, αλλά το γέρο της δεν τον έννοιαζε αφού μπορούσε να εξασφαλίζει γι’ αυτή το πιστοποιητικό της αρχιπαρθένας σχεδόν κάθε χρόνο.
Ούτε τον έννοιαζε που οι ξένοι, που η κορούλα του πολλές φορές τους έδωσε ανείπωτη χαρά είτε στο χώρο τους είτε στο χώρο της, την είχαν ανακηρύξει .... μεγαλύτερη παρθένα της Ευρώπης.
Όλος ο κόσμος στο τηγάνι, συγγνώμη, στο λιμάνι μοιραζότανε τη χαρά του. Ήταν κάτι που το περίμεναν κάθε χρόνο. Ακόμη κι’ όταν όλα πήγαιναν τελείως άσχημα είχαν κάτι καλό να περιμένουν.
Εκείνη τη μέρα του Φλεβάρη, εμφανίστηκε και πάλι στα μέρη τους εκείνος, ο «κακός», που το πλατύ πράσινο παντελόνι του μόλις και μετά βίας τον χωρούσε κι ας μην ήτανε χοντρός . Μόλις τον είδε η Γαβρέλλα τρομαγμένη αλλά και «υγρή» από ...συγκίνηση και προσμονή για το αναπόφευκτο ψιθύρισε «Σ’ είσαι πάλι:».
Μέσα σε δυό ώρες είχε γίνει το κακό. Εκεί, σ’ ένα άπλωμα που παλιότερα περπατούσε ο Καραισκάκης, μπροστά στα μάτια των αδερφών, ξάδερφων, συγγενών, φίλων, γειτόνων και όποιου άλλου έτυχε να περνάει από κεί, ο «κακός» δικαίωσε τη φήμη του με το παραπάνω. Φύση, παραφύση, μεταφύση και λίγα λέμε. Και δώ που τα λέμε ο παλιάνθρωπος ποτέ δεν περνούσε απ’ το φαρμακείο να αγοράσει λίγη ανακούφιση για το δόλιο κορίτσι και κείνο το στόμα του … θεόστεγνο, «ούτε καν λίγο σάλιο» που έλεγε κι’ ο Λοβέρδος.
Ο χωροφύλακας του λιμανιού, ένας μπιστικός του πατέρας της, που ήταν μπροστά και έβλεπε τα γεγονότα μονολόγησε «Δεν είναι δυνατόν να ισχύει κάτι τέτοιο...». Αργότερα, σκέφτηκε ότι ήταν καλύτερα να μη γραφτεί τίποτα στο «Βιβλίο Συμβάντων», ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει για τ’ αφεντικό.
Τα αδέρφια, τα ξαδέρφια, οι γείτονες και οι φίλοι τα είδαν όλα, μα δεν πίστευαν στα μάτια τους. Εκαναν να κυνηγήσουν τον «κακό» για το κακό που τους έκανε μέσα στο σπίτι τους αλλά που να τρέχουν τώρα και άντε τώρα ποιός τον πιάνει νυχτιάτικα.
Μες΄ την ταραχή εμφανίστηκε και ο πατέρας της. Οπως και παλιότερα ο παππούς της μέσα απ’ την παράγκα του, είχε αντιμετωπίσει πολλές τέτοιες δυσκολίες με επιτυχία.
Ηξερε ότι σε τρείς-τεσσερεις μήνες ήταν η ετήσια απονομή για την πρώτη παρθένα της χώρας.
«Πατέρα» ψέλισε αδύναμα η Γαβρέλλα μορφάζοντας από τους πόνους και προσπαθώντας να βολευτεί όπως όπως στο μαλακό μαξιλάρι που της είχαν βάλει να κάτσει «μετά από τέτοιο κάζο πως θα βγώ τώρα πρώτη ?».
«Σώπα κόρη μου» την καθησύχασε εκείνος «πρώτη φορά είναι? Ε, δεν έγινε και τίποτα. Ασε θα κανονίσει ο πατέρας σου, κοκόνα μου. Θα σε βγάλω λάδι. Ένα σωρό γραμματιζούμενους έχω στη δούλεψή μου, αβοκάτους (δικηγόρους), νοτάριους (συμβολαιογράφους), δημοσιογράφους κι άλλους πολλούς, συρφετό ολόκληρο, ψωμί τρώνε από μένανε και πάντα τα καταφέρνουνε να γίνεται η δουλειά μας. Εσύ νάσαι καλά κι’ όλες οι άλλες να πάνε να κουρεύονται. Ο τίτλος της Αρχιπαρθένας είναι δικός σου και θα το γιορτάσουμε όπως σου αξίζει στο χοροστάσι.»
Υστερα ο πατέρας γύρισε στους συγγενείς και φίλους και είπε «Ε, μωρέ είναι κανένας που είδε τίποτα? Είναι κανένας που δεν πιστεύει στην αγνότητα της κοκόνας μας?». Ενα μεγάλο Οχι ακούστηκε από το τσούρμο των συγγενών και φίλων, που μυρίστηκε τζάμπα φαί, ποτί και χορό, γιατί τον ήξεραν τον πατερούλη τους. «Ε, τότε πάμε μωρέ να γιορτάσουμε από τώρα τον τίτλο της Αρχιπαρθένας. Ολοι στο χοροστάσι, εγώ πληρώνω».
Και έτσι ξεκίνησαν όλοι μαζί για το χοροστάσι. Μπροστά ο καπετάνιος και η γοργόνα και ξωπίσω το ξεσαλωμένο τσούρμο.
Οι θειές, παλιές παρθένες από τις πρώτες στην Τρούμπα, την είχαν ετοιμάσει για τη γιορτή, την είχαν ντύσει με φανταχτερά κόκκινα ρούχα και της έβαλαν εκείνο το κόκκινο ρούζ και κραγιόν, που πάντα άρεσε στους πελάτες.
Στο δρόμο η Γαβρέλλα μεσ’ την «παρθενική» της αφέλεια σκέφτονταν «Εγώ ξέρω το κακό πούπαθα, αλλά είναι δυνατόν όλοι αυτοί γύρω μου, οι δικοί μου άνθρωποι που γελάνε, πανηγυρίζουν και έχουν όρεξη για χορό μέχρι το πρωί να κάνουν λάθος? Δεν μπορεί, κάτι περισσότερο θα ξέρουν τόσοι άνθρωποι και μαζί κι’ ο γονιός μου από μένα, που δεν είμαι τίποτε άλλο παρά ένα απλό κορίτσι».
Κι’ ενώ οι σκέψεις αυτές την ηρεμούσαν και σιγά σιγά είχε αρχίσει να το πιστεύει κι’ η ίδια ότι δεν έγινε και τίποτα, ότι ο τίτλος της αρχιπαρθένας ήταν για μιά ακόμη φορά δικός της, ότι ναί ήταν ώρα για γλέντι και χαρά γύρισε στο ταπεινό γιουσουφάκι που τη συνόδευε και του είπε «Ολα καλά μωρ’ Αλή αλλά πρίν το γλέντι βάλε μου λίγο αλοιφή ακόμη γιατί όσο ναναι τσούζει ..... τσούζει πολύ....».
Μετά από λίγο έφτασαν στο χοροστάσι και το γλέντι ήταν τρικούβερτο. Ποιος να κάτσει να σκεφτεί τι και πώς και γιατί. Όλα, «κακοί», συμβολαιογράφοι, δικηγόροι, κακοθελητές, φήμες και διαδόσεις χάθηκαν μέσα στον πυρετό του χορού. Όλα ξεχάστηκαν και έμεινε μόνο η χαρά και το πανηγύρι.
Η κοκόνα χόρευε τρελλά κουνώντας τον τεράστιο κόκκινο κόλο της κι’ όλοι οι δικοί της την καμάρωναν. «Άντε παιδιά, τελείωσε για φέτος, του χρόνου πάλι εδώ να το γιορτάσουμε.»