Δεν αμφισβητεί κανείς το γεγονός ότι η Μπαρτσελόνα έπαιξε σαν πληγωμένο (κυρίως, λόγω Έρκουλες) λιοντάρι. Ότι πάτησε και στραγγάλισε τον Παναθηναϊκό κι ότι θα μπορούσε να τον είχε ταπεινώσει με βαρύτερο ακόμη σκορ, εάν ο Τζόρβας το ένα, ο Μέσι το άλλο, το οριζόντιο και το διπλό κάθετο δοκάρι το παράλλο.
Παρόλα αυτά έχω μερικές απορίες
Μήπως οι «πράσινοι» άφησαν να φαίνεται ότι υπήρχε μόνο μία ομάδα στον αγωνιστικό χώρο του «Καμπ Νου»;
Μήπως προδόθηκαν από την κακή βραδιά μερικών παικτών τους, in primis τους Κατσουράνη, Ζιλμπέρτο Σίλβα και (Τσι-γκο-λε) Λέτο, όλο φρου φρού κι αρώματα, κι από ουσία μηδέν;
Μήπως ο Νιόπλιας νόμισε, πως έγινε ξαφνικά ένα κράμα Μουρίνιο – Βαϊσβάλερ κι ότι επειδή, στα καλοκαιρινά φιλικά του βγήκε να βραχυκυκλώσει τόσο την Ίντερ, όσο και τη Μίλαν, το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και με τη Μπαρτσελόνα; Πως όμως; Παίζοντας catenaccio της δεκαετίας του ‘60; Μένοντας στην άμυνά του κι ελπίζοντας ότι ο τόσο κυνικός και ικανός αντίπαλος θ’ αστοχούσε;
Που ήταν η αντίδραση, η θέληση, η διάθεση μαχητικότητας στην οποία, τόσα χρόνια μας είχε συνηθίσει ο Παναθηναϊκός στην Ευρώπη;
Μήπως, τελικά, το πρόβλημα ήταν καθαρά εγκεφαλικό κι ότι το κρίσιμο παιχνίδι έπρεπε να είχε προετοιμαστεί, από ψυχολογική άποψη εντελώς διαφορετικά;
Γιατί η μοναδική γεύση που μου έμεινε από το ναυάγιο της Rambla ήταν ότι ο Παναθηναϊκός έπαιξε για πρώτη, ίσως, φορά τα τελευταία 20 τουλάχιστον χρόνια, ακριβώς σαν να είχε υποστεί ένα είδος ψυχολογικής ομηρίας. Σαν να είχε μαγευτεί από τα ονόματα και τις φανέλες των αντιπάλων.
Εν ολίγοις, δεν διέφερε και πολύ από ένα κακό, και δυστυχώς, ή ευτυχώς, πιστό αντίγραφο του συνηθισμένου «Ευρωπαίου» Ολυμπιακού. Παρόλα αυτά είμαι βέβαιος, πως η πορεία θα με διαψεύσει. Αρκεί ν’ αλλάξει η νοοτροπία κι η προσέγγιση στον κάθε αγώνα. Εξάλλου, ρε παιδιά, δεν έγινε και τίποτα. Όπως έλεγε κι ο μεγάλος δάσκαλος προπονητικής Βούγιαντιν Μπόσκοφ, «χίλιες φορές να χάσεις μία φορά με 5-0, παρά πέντε με 1-0″
(fullapithesi)