Για να κατακτήσει μια ομάδα τίτλο, πρώτα μετράει η ικανότητα. Σίγουρα παίζουν ρόλο και άλλοι παράγοντες, αλλά, κανείς δεν αρνείται ότι ο καλύτερος, συνήθως, παίρνει και το πρωτάθλημα. Μια ακριβή ομάδα δεν θεωρείται απαραίτητα και η καλύτερη. Σε αυτές τις περιπτώσεις, εξαρτώνται πολλά από την αγωνιστική κατάσταση και τα αποτελέσματα των αντιπάλων, από την απόδοση των παικτών-ατού (που κοστίζουν και τα περισσότερα χρήματα) κ.λ.π.
Αντιστρόφως, η ευχάριστη έκπληξη μπορεί να γίνει από ποδοσφαιριστές οι οποίοι δεν κόστισαν μια περιουσία και πάντα υπάρχει η παράμετρος της καλής «χημείας» στα αποδυτήρια μιας ομάδας, της καλής ατμόσφαιρας και των καλών σχέσεων με τον προπονητή.
Ο Παναθηναϊκός κατάφερε να πάρει τίτλο με φθηνή, σχετικά, ομάδα και με ακριβή και με ομάδα που το μπάτζετ της για την εποχή της ήταν ισορροπημένο. Για να... μην πάμε πάρα πολλά χρόνια πίσω, θα ρίξουμε μια ματιά τι συνέβη στις 3 πιο πρόσφατες κατακτήσεις τίτλου στο ελληνικό πρωτάθλημα από τον Παναθηναϊκό, τηρουμένων των αναλογιών, το 1996, το 2004 και τώρα το 2010!
Η εποχή των... Γκουμομπασινάδων
Το 1995 ήταν η εποχή που πολλοί από τους φίλους του Παναθηναϊκού διαμαρτύρονταν, έχοντας παρασυρθεί στα συμπεράσματα τους από τις γνώμες ειδικών και μη με το περίφημο «που πάμε με τους...Γκουμομπασινάδες;».
Η στελέχωση της ομάδας με παιδιά από τις Ακαδημίες της «ενόχλησε κάποιους, μα η πορεία της έκλεισε στόματα. Νταμπλ, πρωτάθλημα και πρόκριση στους 4 του Τσάμπιονς Λιγκ, ποιος μπορούσε φαντασθεί; Υπήρχαν φθηνοί παίκτες στο ρόστερ της ομάδας, υπήρχαν όμως και ακριβοί, για τα δεδομένα της εποχής.
Η μεταγραφή του Χουάν Μπορέλι από την Ρίβερ Πλέιτ, από τους πρωταγωνιστές της πορείας στο Τσάμπιονς Λιγκ, κόστισε τον χειμώνα του 1991 το ποσό ρεκόρ για τα χρόνια εκείνα των 700.000.000 δραχμών, πάνω από 2 εκατ. ευρώ, ενώ, ο Γιώργος Δώνης υπέγραψε στο τέλος της μεγάλης πορείας με την αγγλική Μπλάκμπερν με το ασύλληπτο ποσό του 1,1 δισ. δραχμών για 4ετές συμβόλαιο.
Για τον Κριστόφ Βαζέχα τι θα πει κανείς; Θα θυμίσουμε μόνο την ρήση του καπετάνιου, Γιώργου Βαρδινογιάννη:«Γιατί σας ενδιαφέρει πόσο μου στοίχισε ο Βαζέχα και δεν σας ενδιαφέρει πόσα γκολ βάζει;».
Αν τολμούσε να πουλήσει ο Παναθηναϊκός τον Πολωνό «κανονιέρη» το ’96, όταν π.χ. ο Δώνης συμφώνησε με 1,1 δισ. δραχμές με τους Άγγλους, πόσα άραγε θα έβαζε στα ταμεία του; Αν πουλούσε τον Βάντζικ;
Παρά τις αντιρρήσεις ορισμένων, η αξία της ομάδας αυτής στην τότε ποδοσφαιρική αγορά δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου μικρή.
Το γεγονός ότι ο Παναθηναϊκός, ουσιαστικά, ανέδειξε παίκτες μετρά σαφώς υπέρ του. Όπως υπέρ του προπονητή του, Χουάν Ρότσα, μετρά η δημιουργία μιας πολύ καλής ομάδας, με καλή ψυχολογία, καλό κλίμα και νοοτροπία νικητή. Μπήκαν βάσεις από τον δάσκαλο ΙΒιτσα Οσιμ, τον πολύ καλό φίλο, αλλά, θα ήταν πολύ άδικο για τη δουλειά του Ρότσα να ισχυρίζεται κανείς ότι επί 3 χρόνια κουμαντάριζε την ομάδα του προκατόχου του.
Με τον Σουμ και τον «Μανώλη»
Με χαμηλό σχετικά μπάτζετ, μια από τις φθηνές συγκριτικά ομάδες του Παναθηναϊκού και με έναν άσημο προπονητή στον πάγκο της, τον ισραηλινό Ιτζάκ Σουμ, κατάφερε να σηκώσει και τις δυο κούπες, να κατακτήσει το νταμπλ έστω και αν δεν έπαιξε την μεγάλη μπάλα.
Με παίκτες- «εργαλεία» όπως οι Αντριτς, Μικαέλσεν, Ζουτάουτας και με έναν γνήσιο σκόρερ στο δυναμικό της, το Νιγηριανοπολωνό κυνηγό Εμμάνουελ Ολισαντέμπε («χρυσό» κανονιέρη στο φίνις της σεζόν), ο Παναθηναϊκός έκοψε πρώτος το νήμα. Μην ξεχνάμε, ωστόσο, ότι ο Μιχάλης Κωνσταντίνου κόστισε μια περιουσία στην τότε διοίκηση και ακόμα υπήρχαν στο ρόστερ παίκτες οι οποίοι αποκτήθηκαν ως ονόματα και μάλιστα μέσα από τα χέρια των ανταγωνιστών του «τριφυλλιού», όπως ο Δημήτρης Παπαδόπουλος και ο Παντελής Κωνσταντινίδης.
Η βασική ένσταση ήταν ότι εκείνη τη χρονιά δεν έγιναν ακριβές μεταγραφές. Κι όμως, το νταμπλ ήρθε. Υπήρχαν, ωστόσο, στην ομάδα, ακόμα, ανάμεσα σε άλλους, ο Χένρικσεν, ο Μπασινάς, ο Σεϊταρίδης, ο Μόρις κ.α. Θα βλέπαμε καλύτερη μπάλα από αυτή την ομάδα, 100%, αν ο Ρουμάνος «μάγος» απέφευγε τις επιπολαιότητες και αποκτούσε διάρκεια στην αγωνιστική παρουσία του. Με δικό του γκολ στη Νέα Σμύρνη, στο 1-0 επί του Πανιωνίου, ο Παναθηναϊκός πήρε κεφάλι στη βαθμολογία την 23η αγωνιστική. Φθηνή μεταγραφή, αλλά, υπό προϋποθέσεις αυτός ο παίκτης μπορεί να έπαιζε ακόμα μπάλα στην ομάδα και να έβγαζε μάτια, χωρίς να σημαίνει ότι έφταιξε μόνον ο ίδιος.
Με Σισέ και 45 εκατ. ευρώ
Τα φετινά τα ζήσαμε, είναι τα πιο πρόσφατα και οι πολλές αναλύσεις κουράζουν. Αναμφίβολα, ο Τζιμπρίλ Σισέ, μια μεταγραφή που συνολικά θα κοστίσει για μια 4ετία το ιλιγγιώδες ποσό των 19.000.000 ευρώ, έκανε την μεγάλη διαφορά. Με 23 γκολ στο ενεργητικό του ως τώρα, έχει πετύχει ακριβώς τα διπλάσια από τους δυο επόμενους, τον Μπάρκογλου και τον Κάμπορα. Μια από τις πολύ ακριβές μεταγραφές που αξίζει τα λεφτά της και ειδικά αν αναλογισθεί κανείς ότι ο Γάλλος σταρ δεν ξεκίνησε πολύ καλά. Πριν αρχίσει τα βομβαρδίζει τις αντίπαλες εστίες, πέρασε μια χρονική περίοδο «σιγής».
Συνολικά, η «πράσινη» πολυμετοχική ΠΑΕ θα εκταμιεύσει πάνω από 45 εκατ. ευρώ για να πληρώσει τις φετινές καλοκαιρινές μεταγραφές της μέχρι την λήξη των συμβολαίων των παικτών που απέκτησε. Η πιο ακριβή ομάδα που διέθετε, ίσως, ποτέ ο Παναθηναϊκός σηκώνει την κούπα. Για αγορές ποδοσφαιριστών δαπανήθηκαν περίπου 23.000.000 ευρώ, αν κι έγιναν λάθη σε κάποιες επιλογές. Δεν θα μακρηγορήσουμε, θα σταθούμε, επί παραδείγματι, στην απουσία του στόπερ-killer. Από τη στιγμή που ο στόχος-αυτοσκοπός επιτεύχθηκε, ευκαιρία είναι να καλυφθούν τα κενά της ομάδας, να ανέβει η ποιότητα της και να «χτιστεί» κάτι πολύ μεγάλο.
Γιατί, εν κατακλείδι, οι μεγάλες ομάδες ΚΑΙ «χτίζονται» ΚΑΙ αγοράζονται!